- προεκβάλλω
- ΝΑνεοελλ.1. προεκτείνω, προβάλλω2. (αμτβ.) προεκτείνομαι, προεξέχωαρχ.1. εκβάλλω, ρίχνω έξω κάτι προηγουμένως («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῡ πώλου», Αριστοτ.)2. εξάγω κάτι από κάτι άλλο, αφού τό συνθλίψω («προεκβάλλειν ἰκμάδα», Διοσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐκβάλλω «εκτείνω, εξάγω βίαια, πετώ έξω»].
Dictionary of Greek. 2013.